αδιαφήμιστος

αδιαφήμιστος
-η, -ο [διαφημίζω]
αυτός που δεν έχει διαφημιστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδιαφήμιστος — η, ο αυτός που δε διαφημίστηκε, δε ρεκλαμαρίστηκε: Σήμερα κανένα προϊόν δε μένει αδιαφήμιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθρύλητος — η, ο [θρυλώ] αυτός για τον οποίο δεν γίνεται πολύς ή καθόλου λόγος, αδιαφήμιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”